Ορβιέτο

Ορβιέτο
(Orvieto). Πόλη (25 100 κάτ.) της Ιταλίας, 78 χλμ. ΒΔ της Περούτζια. Κυριότερα προϊόντα της γύρω περιοχής είναι δημητριακά, σταφύλια, καπνός και όσπρια. Στο Ο. λειτουργούν εργαστήρια οινολογίας, από όπου προέρχονται κρασιά υψηλής ποιότητας, καθώς και εργοστάσια επεξεργασίας καπνού και βιοτεχνίες κατασκευής κεραμικών και ειδών χειροτεχνίας. Κοντά στον Ο. υπάρχουν ερείπια μιας ετρουσκικής νεκρόπολης του 4ου αι. π.Χ. Γενικά το Ο. είναι πόλη χαρακτηριστική και γραφική, που έχει να επιδείξει σημαντικά ιστορικά, αρχαιολογικά και θρησκευτικά μνημεία ύψηλής τέχνης. Το σπουδαιότερο από αυτά είναι η μητρόπολη, έργο του 13ου αι. Άλλες αξιόλογες οικοδομήματα είναι οι εκκλησίες της Παναγίας, και του Αγίου Ανδρέου (11ος αι.), το λεγόμενο Ανάκτορο του λαού, ρομανικού και γοτθικού ρυθμού του 13ου αι., καθώς και το παπικό ανάκτορο, έργο επίσης του 13ου αι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σινιορέλι, Λούκα — (Signorelli). Ιταλός ζωγράφος (Κορτόνα, περίπου το 1450 1523). Η διαμόρφωση του βασίστηκε στα διδάγματα του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα, με τον οποίο φαίνεται ότι εργάστηκε (Βαζάρι, Πατσόλι) γύρω στο 1470, και του Πολαϊόλο, του πιο συγγενικού μ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μαϊτάνι, Λορέντζο — (Lorenzo Maitani, Σιένα 1275; – Ορβιέτο 1330). Ιταλός αρχιτέκτονας και γλύπτης. Στις αρχές του 14ου αι. συγκαταλεγόταν στους τεχνίτες που εργάστηκαν στον καθεδρικό ναό της Σιένα· το 1308 έλαβε μέρος στις εργασίες αποπεράτωσης του καθεδρικού ναού… …   Dictionary of Greek

  • Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ελεφαντόδοντο — Ουσία από την οποία αποτελούνται οι χαυλιόδοντες του ελέφαντα, του ιπποπόταμου, του θαλάσσιου ελέφαντα, του μαμούθ και του μαστόδοντα (απολιθωμένου ελέφαντα), καθώς και ο μακρύς κυνόδοντας των μονόδοντων μονόκερων. Το ε. αποτελείται κατά 60% από… …   Dictionary of Greek

  • εσχατολογία — Το σύνολο των πεποιθήσεων και των δοξασιών για το τέλος του κόσμου και της ανθρωπότητας (ε. = λόγος περί των εσχάτων). Δεν περιέχουν όλες οι θρησκείες εσχατολογικές αντιλήψεις, δηλαδή δεν προσανατολίζονται όλες προς έναν τελικό σκοπό· αντίθετα,… …   Dictionary of Greek

  • ορείχαλκος — Δυαδικό κράμα χαλκού και ψευδάργυρου με περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο έως 50%. Ο βιομηχανικός ο. (περίπου 20 25% σε ψευδάργυρο) έχει χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα, είναι πολύ συμπαγής, λεπτόκοκκος και μπορεί να υποστεί επεξεργασία εν θερμώ και εν… …   Dictionary of Greek

  • πολύγνωτος — Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών. 1. Ζωγράφος από τη Θάσο (α΄ μισό του 5ου αι. π.Χ.), γιος του ζωγράφου Αγλαοφώντα, από τον οποίο διδάχτηκε την τέχνη του. Τίποτα δεν σώζεται από τα έργα του, τα οποία ωστόσο περιγράφει λεπτομερώς ο Παυσανίας …   Dictionary of Greek

  • σκευοφυλάκιο — Χώρος στον οποίο φυλάσσονται τα ιερά σκεύη ενός ναού. Σ. λέγεται επίσης και το κιβώτιο στο ιερό του ναού, όπου βρίσκονται τα ιερά σκεύη. Ο όρος προέρχεται ίσως από την αρχαία λέξη σκευοφόρος, που σήμαινε συνήθως τη «σκευοφόρο άμαξα», με την οποία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”